μεταρρευματίζω

μεταρρευματίζω
μεταρρευματίζω (Α)
αλλάζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ῥευματίζω «ρέω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταρρευματίσαι — μεταρρευματίζω divert a flux aor inf act μεταρρευματίσαῑ , μεταρρευματίζω divert a flux aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρρευματισμός — μεταρρευματισμός, ὁ (Α) [μεταρρευματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρευματίζω, το να αλλάξει κανείς τη ροή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”